εὐρωτιῶ

εὐρωτιῶ
εὐρωτιάω
to be
pres imperat mp 2nd sg
εὐρωτιάω
to be
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
εὐρωτιάω
to be
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
εὐρωτιάω
to be
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευρωτιώ — εὐρωτιῶ, άω (Α) [ευρώς] προσβάλλομαι από ευρώτα, από μούχλα («μὴ σήπηται μήδ εὐρωτιᾷ», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • ευρωτίαση — η σχηματισμός μούχλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρωτιώ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1848 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] …   Dictionary of Greek

  • καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”